- ευμετάγνωτος
- εὐμετάγνωτος, -ον (Α)αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη, ο άστατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-γιγνώσκω «αλλάζω γνώμη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐμετάγνωτον — εὐμετάγνωτος fickle masc/fem acc sg εὐμετάγνωτος fickle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)